παραγάδι

παραγάδι
Πολυάγκιστρο αλιευτικό εργαλείο. Αποτελείται από ένα μακρύ νήμα, βαμβακερό ή συνθετικό, στο οποίο κατά διαστήματα κρεμιούνται δευτερεύοντα νήματα μικρού μήκους με ένα αγκίστρι. Η απόσταση ανάμεσα στα δευτερεύοντα νήματα, το αγκίστρι, το δόλωμα αλλά και το ίδιο το νήμα διαφέρει κατά περίπτωση. Τα π. διακρίνονται σε τέσσερα είδη, τα λεπτά (ψιλά), τα μεσαία (σκαθαρωτά) ή μέτζα, τα χοντρά και τα μεγαλύτερα ακόμα αντοχής (σκυλοπαράγαδα). Τα λεπτά ρίχνονται στη θάλασσα και αποσύρονται σχεδόν αμέσως, ενώ τα χοντρά παραμένουν ολόκληρη τη νύχτα.
* * *
το
αλιευτικό όργανο που αποτελείται από μακρύ νήμα από το οποίο κρέμονται κατά σταθερά διαστήματα άλλα μικρά νήματα με δολωμένα αγκίστρια στο άκρο τους και το οποίο βυθίζεται και συγκρατείται στον βυθό με βαρίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παραγαύδ-ιον, υποκορ., τού παραγαύδης «κροσσωτό φόρεμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραγάδι — το ιού, ψαράδικο εργαλείο με πολλά αγκίστρια, αλλ. πολυάγκιστρο: Οι ψαράδες αποβραδίς ρίχνουν το παραγάδι και το μαζεύουν το πρωί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • νταίνω — 1. βρίσκω τυχαία κάποιον ή κάτι, συναντώ κατά τύχη 2. αντιμετωπίζω εχθρό, πολεμώ κάποιον 3. σκαλώνω, μπλέκω («το παραγάδι σήμερα άντεσε πολλές φορές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταίνω «συναντώ, μπλέκομαι» με σίγηση τού αρκτικού α ] …   Dictionary of Greek

  • παράμαλλο — το (αλιευτ.) α) καθένα από τα νήματα που έχει το παραγάδι και τα οποία φέρουν άγκιστρα β) το μικρό λεπτό νήμα τής πετονιάς που φέρει το αγκίστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μαλλί] …   Dictionary of Greek

  • σαργολόγος — ο, Ν 1. λεπτό παραγάδι από μεσσηνέζα, κατάλληλο για την αλιεία σαργών 2. (για πρόσ.) α) ψαράς σαργών β) ψαράς φτωχός σε μέσα αλιείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαργός + λόγος* (πρβλ. καρπο λόγος)] …   Dictionary of Greek

  • σπαρολόγος — ο, Ν ψιλό παραγάδι για την αλιεία σπάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάρος + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • αφρόψαρα — Ψάρια που ζουν κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας και εμφανίζονται πολλές φορές να αναπηδούν έξω από αυτήν, όταν διώκονται από τους μεγαλύτερους εχθρούς τους. Αλιεύονται από τους ψαράδες πολύ εύκολα, με συρτή ή παραγάδι, επειδή η παρουσία τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”